Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Οι φθόγγοι

Χιλιάδες κεφάλια
μετέωρα.
Παίρνουν μια λέξη
και την κατασπαράζουν.
Παρακολουθείς
απερίγραπτες συσπάσεις
των φθόγγων
από στόμα σε στόμα.
Λένε όλοι τους
το ίδιο πράγμα
διαμελισμένο.


Τζένη Μαστοράκη

[από το www.poiein.gr]
Ήθελα να σου πω το τραγούδι
του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας
γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη
πριν απ΄τους Εβδομήκοντα.
Για τα ελάφια που γυρεύανε
νερό στο βενζινάδικο
και το Χριστό που δούλευε μικρός
σε συνεργείο αυτοκινήτων.
Τότε ένα γράμμα
γεμάτο κατάγματα
ήρθε από πολύ μακριά
και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.


Τζένη Μαστοράκη

[από το www.poiein.gr]

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Το δείπνο
Άλλες αυγές, άλλες μυθολογίες.

Άμα νυχτώσει –σκύβοντας μπλε στις μακρινές τουλίπες–
κι ανάψουν μετά το φρούτο τα πούρα τους
οι καλεσμένοι
θα πέσουν αυτά τα σκοτεινά
απ’ την ομπρέλα των πορτατίφ χρώματα της σάλας
στην πέτσα του ποταμού ως ανταύγειες
θα τα παρασύρει
το κρύο νερό
μαζί με καρβουνόπλοια χωρίς καρίνες
προς βόρεια
       όπου
              προμηθεύουν τις λαμπερές
              ανοιξιάτικες νύχτες
              το εναλλασσόμενο φίδι
              του σέλατος
              και βλέπουν τους κρυστάλλους πορτοκαλείς
              στα χιονοπέδιλά τους
              οι αποστάτες
              που –σαν αυτόματες κάμπιες–
              πορεύονται με την πειθαρχία της προαπόφασης
              για έναν σίγουρα ανέμελο
                     έλκοντα
                            πόλο
                                   να ταφούν
                                           μακριά απ’ την πατρίδα τους
                                                      για να στεριώσει αυτή των γόνων.





Αλέξιος Μάινας,
από την ποιητική συλλογή:
«Το περιεχόμενο του υπόλοιπου», εκδ. Γαβριηλίδης, 2011.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Νέα είσοδος μέσα στη φύση

(του Νίκου Καρούζου)


Χωρίς να ξέρω πια τίποτα για λαοθάλασσες
κι άλλες τέτοιες ιστορίες.

Βραδινά νερά νυφική συμπλήρωση
στα μετάξια του μεγάλου μετανάστη του αγέρα
καθώς το σύννεφο μονάζει στη λιγόλεπτη ζωή του
για να στρέφονται τ' άνθη προς τον ήλιο
χωρίς αντάμειψη και συνέχεια.
Να μη σε κοροιδέψει τ' αδιάκοπο ταξίδι του αγέρα.
Τα δάκρυα σκορπίζουν ομορφιά- το ξέρουμε-
μα φέρνουν όμως και μύξα στους ανθρώπους.


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

ΤΙ ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑΝ

Όταν μου εκμυστηρεύτηκε τους πόνους της
    -τη μάστιγα των ερώτων-

την καθημερινότητα,
που κάθε άλλο ήταν αυτή
που ονειρευότανε, όχι, όχι της είπα

ο έρωτας δεν είναι αλέτρι που γεωργεί καμένη γη
είναι μάλλον ένα πούπουλο

ή μάλλον εσύ είσαι το χνούδι
πάνω στο πούπουλό του και πετάς

καλύτερα ξάπλωσε στο γρασίδι
κάθε μέρα που ξυπνάς ή φίλα το αγόρι σου


Ζαφείρης Νικήτας, 
από την νεοεκδοθείσα συλλογή 'Τα νερά του μετανάστη'

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Τραγούδι ἑνὸς πατέρα

Ὢ τοῦ σπιτιοῦ μου πρωτογέννητο καμάρι,
θυμᾶμαι τοῦ ἐρχομοῦ σου τὴν ἁγία τὴ μέρα·
μιὰ χαραυγούλα σὰν μαργαριτάρι
λεύκαινέ τον ἀστρόσπαρτο ἀκόμα αἰθέρα.

Τὸ ρόδο ὁλόδροσο δὲν ἔμοιαζες πρὶν πάρῃ
ν᾿ ἀνοίξῃ, ἀγκαλιασμένο ἀπ᾿ τὴ χλωρὴ μητέρα,
σὰν ἄπλερο καὶ σὰν ἐλεεινὸ σφαχτάρι
ἦρθες ριμμένο ἀπὸ σκληρόχερο ἐδῶ πέρα,

καὶ σὰ νὰ ζήταγες βοήθεια, ἄρχισες θρῆνο
πιὸ θλιβερὸ ἀπὸ χτύπο νεκρικῆς καμπάνας,
κ᾿ ἔσμιξε μὲ τὸ βόγγο τὸ στερνὸ τῆς μάννας

ὁ πρῶτος θρῆνος. Ἄρχισε τὸ μέγα Δράμα!
Τ᾿ ἀκολουθῶ, κ᾿ αἰστάνομαι μπροστὰ σὲ κεῖνο
ἐλέου καὶ φόβου μυστικὸ μέσα μου κλάμα.

Κωστής Παλαμάς, 1984

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 35

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Σεισμός

Εκεί που είχα βγάλει ξανά τον ίδιο δημάρχο
κι έβλεπα την πόλη να ομορφαίνει κι άλλο 
ορμάει ο δρόμος στον τέταρτο 
γλυκούλη μου λέει το 'χες ελπίσει
ν' ανέβαινα μια μέρα για καφέ
βλέπει τα κύματα στον δικό μου
κατέβαινε λέει τα μπρατσάκια
τα χρειάζομαι του κάνω για τον πατέρα μου
ανήμπορος άνθρωπος πως θα κατέβει
δε λέω αυτά βλάκα
κι ύστερα πάει στο ανιψάκι
να σ' ασημώσω αγάπη μου
το μικρό του ρίχνει ματίτσα ασαράντιστη
θα πέσω απαλό σα χιόνι
Βουτάει πάλι κάτω
13 Σεπτεμβρίου 1986
Καλαμάτα

Γιάννης Τζανετάκης

(ποίημα από τη συλλογή: 'Τα ζώα της Κυριακής')

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

καταγωγή

Το μωσαïκό της φυλετικής σου καταγωγής
έχει γίνει σε βαθιούς 
αιγιοπελαγίτικους τόνους.
Οι στιγμές της διαύγειας
ένα εκτυφλωτικό λευκό της Σίφνου
κι ολόκληρο το κρητικό φοινικόδασος
για μια μονόλεπτη ανάταση.
Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα
σε τούτο το ρωμαïκό αμπέλι.

Τζένη Μαστοράκη, 'Διόδια'

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Όλος ο κήπος

Άνεμοι μαύροι ως την ταραχή της ακέραστης παρθένας
και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση
που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα
φέρνει απ' το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια
να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας
εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές
όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.
Είναι παλιά η βρύση που λαλεί
και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο
πνέω μακριά πνέω στην παρθένα
οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν
εμένα πάνε στο εικόνισμα
σ' εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν
ερωτευμένα φίδια μόνα τους
έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή
και τη χαρά να σύρονται στα όνειρά μου.
Σ' έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ' αστέρια
τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις
ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος
είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο
και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη
μητέρα ξανθή απ' τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.
Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη
που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό
με λησμοσύνη των βράχων
ως την απάτητη κορφή του νου
μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας
ωσάν τα ζάρια
σε νεκρά μεσάνυχτα.

Νίκος Καρούζος

[από την ενότητα 'Έλληνας κηπουρός με το χιονισμένο ποτιστήρι']

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

οι φθόγγοι

Χιλιάδες κεφάλια
μετέωρα.
Παίρνουν μια λέξη
και την κατασπαράζουν.
Παρακολουθείς 
απερίγραπτες συσπάσεις
των φθόγγων
από στόμα σε στόμα.
Λένε όλοι τους
το ίδιο πράγμα
διαμελισμένο.

Τζένη Μαστοράκη, 'Διόδια'
Ο ποιητής

Πρέπει να 'ναι δύσκολη 
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ' όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα 'κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπόνομους.

Τζένη Μαστοράκη, 'Διόδια'

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015


Εδώ μιλάνε για λατρεία

Εδώ μιλάνε για λατρεία
εδώ μιλάνε για μορφές
που αποθεώνονται τη νύχτα
μέσα σε πάθη κι ενοχές

Εδώ μιλάνε για αγωνία
φυλακισμένη σε ψυχές
που ήρθαν από άλλους κόσμους
και από άλλες εποχές

Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία

Εδώ τη λέξη "αμαρτία"
δε θα τη βρεις στα λεξικά,
εδώ το μόνο πεπρωμένο
είναι η ζωή με μυστικά

Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία,
εδώ είναι οι άνθρωποι θεοί
(εδώ σταυρώνεσαι κι εσύ),
όταν ξαπλώνουν στο κρεβάτι

Τους λένε Ήλιο ή Κωνσταντίνο
Μυρτώ ή Πετάω Χαρταετό
Χριστίνα, Γιώργο ή Μαργαρίτα
Ντόριαν Γκρέυ ή Χριστό

Μα όπως το φως τους σε τυφλώνει
και σε κηδεύει ζωντανό
όταν η αλήθεια τους τελειώνει
όλα είναι ψέματα εδώ

κι όταν ξυπνάς, ο Πρίγκηψ Κρίνος
είναι ένας βόθρος τελικά
και το θεσπέσιο όνομά του
ηχεί ανατριχιαστικά

Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία
εδώ είναι όνειρο η ζωή,
εδώ κοιμήθηκες κι εσύ
Εδώ μην ελπίζεις σε κοινή ευτυχία,
εδώ είναι ο πόνος ηδονή,
εδώ πληγώθηκες κι εσύ
Εδώ δε ζητάμε μια νέα θρησκεία,
εδώ είναι οι άνθρωποι θεοί,
εδώ λατρεύτηκες κι εσύ

Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία

Kορέ. Ύδρο

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Το που μου κλέψαν το μπουφάν 

Το που μου κλέψαν το μπουφάν δεν είναι τίποτα,
κι ο κλέφτης του ας είν’ ευλογημένος.
Όμως σαν κάνει ψύχρα και μου λείπει
(δεν έχω ένα δεύτερο μπουφάν) όταν κρυώνω
ίσως να ρίξω κάμποσους χριστούς και παναγίες.
Γιατί κι ο κλέφτης πρέπει (ρε γαμώ το)
να ‘ναι ένας σοφός,
να ‘χει αίσθηση του δίκαιου, να κλέβει αυτόν που πρέπει.

Γιάννης Υφαντής

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Σονέτο XVIII/ William Shakespeare
μτφρ. Διονύσης Καψάλης

Πώς να σε πω – καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία·
γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία
και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,
κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός
την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.
κι η ομορφιά σου δεν θ’ απαλλοτριωθεί,
δεν θα επαίρεται ο Άδης πως σε ξέρει
Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν
σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.
Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός
Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι
καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Βασιλεία

Ένα ωραίο πρωινό, σε κάποιο λαό βαθιά μειλίχιο, ένας άντρας και μια γυναίκα γεμάτοι περηφάνια φωνάζανε στην κεντρική πλατεία: "Φίλοι μου, αυτή εδώ θα 'θελα να 'ταν βασίλισσα!" "Θα 'θελα να 'μουν βασίλισσα!" Εκείνη γελούσε κι έτρεμε. Εκείνος μίλαγε στους φίλους για κάποια αποκάλυψη, το τέλος μιας δοκιμασίας. Πέφτανε ο ένας πάνω στον άλλο εκστατικοί.
Πράγματι, ήταν βασιλείς όλο εκείνο το πρωί όπου τα σπίτια ντύθηκαν βαθυκόκκινα, και όλο το απόγευμα, όταν προχώρησαν προς την πλευρά των κήπων με τις φοινικιές.

Α. Rimbaud

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα γυμνό σώμα μακραίνει ακόμα στην άμμο, Άρχοντα
συστρέφεται, σφαδάζει μες στο φθινοπωριάτικο φως
δεν είναι δικό μου, μήτε δικό σου. Δεν το χρειαζόμαστε.

Ποιο άφθαρτο πλάσμα θρυμματίζεται μέσα μας...

Ν-Α. Ασλάνογλου [απόσπασμα]

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρτα

Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.

Κωστής Παλαμάς

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

τροχόσπιτα, νερά, βιολιά, 
χρώματα, φρούτα,  https://www.youtube.com/watch?v=PGrx6etMl0w
μόσχους, διάτρητους, 
σύγκορμους, όλα, 
πληρόντων των ημερών

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Πόσο σ' αγάπησα υγρή μουσική

Πόσο σ’ αγάπησα υγρή μουσική σ’ αίθουσες χορού
ατημέλητες
πίδακες χαμηλοί και μουσκεμένοι κήποι
λιθόστρωτο με βομβητή νερού, υπόγειοι χέιμαρροι
θάλασσα γλιστερή μέσα στη βραδινή ομίχλη
ποιητή σε αφίσα, φύλλα από βροχή

Πόσο σ’ αγάπησα σκόρπισμα μιας ζωής βαθύ, ατέλειωτο


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931- 6/8/1996)

Από τη συλλογή «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης», που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», εκδ. Νεφέλη 2007

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015


Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς 


Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.

Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.


Χουλιαράς Νίκος

(από το Το Μπακακόκ, Νεφέλη 1988)

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Μικρό μου, μήτε απ' τα πουλιά και μήτε-

ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ' τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς,

μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,

το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό
μετέωρο βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε
τα χαμηλά της φώτα, την κάπνα πόλης που
σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι άλλο μην πεις, μην
τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,

απ' τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ' τα πουλιά
και μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,

μικρό μου-

Τζένη Μαστοράκη
[έρωτας: Τζένη Μαστοράκη]

Οι βουτηχτές

Τα “πάρεξ να σε ιδώ, καλέ μου”, τα κρυφομιλήματα, μέσ’ από δύσκολους καιρούς σωσμένα λόγια των εξορκισμών, τις σιγανές πατημασιές, τα ποιήματα, απόπειρες αγνοουμένων προ πολλού,

να τ’ ανασύρεις όλα απ’ τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’ τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων, την άλωση, τη θεομηνία, τη ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’ άπατα, ή ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος τής παίρνει το κεφάλι.

Για να γυρνάς, και να ’ρχεσαι, και να μιλάς, λόγια σπουδαίων ειδυλλίων που ήταν μια φορά, ίχνη λαμπρών καρατομήσεων, τα “σε φιλώ”, αχ πόσο σε φιλώ, το δήγμα επίχρυσο, επιτέλους, απ’ το χρόνο.

Τζένη Μαστοράκη

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015


- Νικολάι, σ' αγαπούσα ολόκληρη.
- Μια μέρα αυτό θα ξαναγίνει, Άννα




[Photo (by Naomi Harris) from: REFRAME MEMORY at Benaki Museum -138 Pireos St.
More info at: http://bit.ly/1GH1hlV]


[φαρσί εγκόσμιος/ φαρσί δακρυσμένος]

Σκύβαλο ἀθανασίας

Μὲ γρασωμένα τ᾿ ἄρβυλα στὴ φρικτὴ πάντοτες ἀνηφορίζω
λιμοκτονώντας ἀπὸ φλόγες τώρα- πιὰ
φαρσὶ ἐγκόσμιος
φαρσὶ δακρυσμένος
ἐσαεὶ χορογράφος τοῦ λεκτικοῦ μου
κι ἀνερώτηγα ἴασμος.
Κακοξόδευτη φώτιση σὲ μὸβ κι ἄλλες βραδύτητες
χαμερποῦς ὁρίζοντα
θρήσκευμα τοῦ σκύλου τ᾿ ἀλύχτημα ἢ ἕνα σόλοικο
παραισθητικὸ Σύμπαν
ἄνασσα φαραωνικὴ μέσ᾿ ἀπὸ μαθηματικὲς εὐλάβειες.
Εἶμαι ὁ ἀκούσιος της ὑπάρξεως
ἡ κράση μου δὲν εἶναι ἄνθος εἶναι ὠμότητα
διάκειμαι χιλιόχρονος ἂν καὶ πέφτω
σὲ ματωμένα δευτερόλεπτα αἰωνίως
μ᾿ ἔχουν ἐπισημάνει οἱ ἄνεμοι.

Νίκος Καρούζος
Μάιος 1989

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η ιστορία γράφεται κυρίως από τους πρωτόγονους και από τους νέους, αυτοί φροντίζουν για την πρόοδο και την επιτάχυνση με την έννοια της κάπως θεατρικής φράσης του Νίτσε «Αυτό που θέλει να πέσει πρέπει και να το σπρώξουμε». (Εκείνος, ο υπερευαίσθητος, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει αυτή τη σπρωξιά σ' ένα γέρο ή άρρωστο άνθρωπο ή ζώο.) Χρειάζονται όμως πάντα, για να διατηρεί η ιστορία και νησίδες ειρήνης και να παραμένει ανεκτή, και οι αναστολές και ο συντηρητισμός ως αντίρροπες δυνάμεις -αυτό το καθήκον πέφτει στους καλλιεργημένους και στους ηλικιωμένους.

Απόσπασμα από το Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο νεότεροι, του Hermann Esse

[Πηγή: www.doctv.gr]

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Τιμωρία

Σ’ αυτή τη χώρα τη μικρή
που μοίρα δεν τη μοίρανε
ήρθανε και μ’ αφήσανε
μια παγωμένη αυγή.

Τα χείλια μου στεγνώσανε
τα χέρια μου παγώσανε
κι ούτε αγκαλιά δεν βρέθηκε
ούτε πικρό φιλί.

Αν θυμηθείς ποια ήμουνα
γίνου και πάλι ταίρι μου
και βάλε το μαχαίρι μου
στην πιο κρυφή πληγή.

Με γάλα κι αίμα της καρδιάς
σαν μάνα σε μεγάλωσα
κι αν κάποτε σε μάλωσα
συγχώρα με κι εσύ.

Σ’ αυτή τη χώρα τη μικρή
χύθηκε το κρασί
στην κάμαρά μου αν κοιμηθείς
θα σ’ εύρει το πρωί.

Τα χέρια μου παγώσανε
τα γόνατα μου λιώσανε
όλος ο κόσμος χάθηκε
σαν χάθηκες κι εσύ.

Μάνος Χατζηδάκις

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο...


Αλέξης Τραϊανός (1944-1980)

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Καλοκαιρινό

Πικρός και άνυδρος του κόσμου ο καημός, απλώνει ατάραχα στης δύσης τη βεντάλια. Λαγοκοιμούνται οι φύλακες και δεν τον νιώθουν, δεν ιστορούν στα παιδιά τους πονεμένα χαρτιά και φεγγάρια. Απλώνει ατάραχα στα ψεύτικα βράδια, κλειδώνουν τα στόματα και οι μυρτιές, δυνάστες και θύτες κρεμάνε φωτάκια στις αλυκές. Πονάω μητέρα, δεν φέγγουν πτηνά. Δεν ακούω ανάσες και φορτηγά. Γιατί το ένα σκούζει, το άλλο κράζει; Πόσο αγαπά το δάσος τη μιλιά;   

Θοδωρής Βελισσάρης

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Παραμύθι
Χρήστος Βακαλόπουλος 

[σήμερα αφιέρωμα στον ποιητή, στις εκδόσεις Γαβριηλίδης]


Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα.
Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.


(Απόσπασμα από το 'Η γραμμή του Ορίζοντος', Εστία, 1991)

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Η Έρση έπρεπε ν’ αρέσει, 
η Μίνα έπρεπε ν’ αρέσει, 
η Βάνα είχε αγωνία γιατί έπρεπε ν’ αρέσει.

Χρήστος Βακαλόπουλος (από το Η γραμμή των οριζόντων, 1996)

Ένας εκ των τριών φίλων (Κ. Παπαγιώργης, Η. Λάγιος) / αύριο στις εκδόσεις Γαβριηλίδης:

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

από Το Πίσω Φως της Μέδουσας
της Μαρίας Σερβάκη, που σήμερα έφυγε από τη ζωή.


Τόσοι νεκροί -
δεν τόξερα -
Μενεξεδένιοι κύκλοι , πέταλα βαθιά
Λίγο πιο πέρα ακόμα
Η βλάστηση των ήχων όπου αρχίζει
Ξάγρυπνοι - κοίταξε ... τα λυσσασμένα δάπεδα
Χτυπώντας να φανερωθούν ...
Και δείχνουν , θέλουν ... Τι να θέλουν ;
Κράτη ελευθερίας σχεδιάζοντας ο ύπνος
Ίσαμε δω που προσπαθώ ακόμα να προσευχηθώ
Ξεφεύγεις , αγάπη !.. Λύνεσαι
Με τους πρώτους ξορκισμούς ...
Όμως στους ύπνους σου αυτοί γυρίζουν πάλι .
Σαν απ΄ αγιόκλημα οι δικές τους σιωπές .
Η ταραχή πριν ταξιδέψει πέρα το φεγγάρι .
Οι νεκροί έχουν μια παράξενη , σιντεφένια καρδιά
Ασυγκίνητη , λεν ... Σε μιαν αιωνιότητα , λεν
Ασυγκίνητη
οι νεκροί χαμογελούν .
Κι ω , ποιοι νεκροί ; Κι ο θάνατος - ποιος θάνατος ;
Ποια λόγια , ποια αρώματα π΄ ακόμα τους πονούν ;
Νύχτες χιλιετηρίδες η φωτιά .
Κι αυτό το δέντρο
Με τα μετάξινα μαλλιά
σημαδεμένο
’κου , λοιπόν !.. Καλούσε ! Σε
καλεί !
’λλος ως το γονάτισμα εσύ
Μες στον περιστρεφόμενον αγέρα
Ξέρεις , δεν ξέρεις ...
Τους ατσαλένιους μίσχους σφίγγεις της βροχής .
’ξαφνα εδώ έχεις σταθη χρόνια και χρόνια .
Κι ω , πάλλοντας στις μαγικές φωτοσκιάσεις
Που σε κρύβουν οι λυγμοί -
χάδια
απογνωσμένα χάδια ...
Ετούτα τ ΄ άπνοα φιλιά στο δέρμα σου να φρικιούν .

Είναι λοιπόν η ανάμνηση
Τόσο ένα όνειρο ακόμα εχθρικό
Ακόπαστο μες στην αβυσσαλέα ρέμβη που πλαταίνει ;
Είναι ηχώ ; Ένας ρυθμός μονάχα
Πούχει μείνει στα νερά
Κι όπως οι άνεμοι μαζεύτηκαν και σιωπούν
Μας κυριεύει ;

Ψυχή μου , δε γλυτώνεις πια ! Πού τριγυρίζεις ;
Το φως κεντώντας και το πρόσωπο ...
Ποιο πρόσωπο ; Σπασμένη τώρα
Πορθημένη από σύννεφο κι αφρό !..
Κι άλλο το χώμα που σκοντάφτει απάνω σου .
’λλα τα κυπαρίσσια που σου μπαίνουνε μπροστά .

Πίσω πια μην κοιτάζεις προς τις σκοτεινές κοιλάδες .
Πίσω δεν έχει τώρα - αγάπη έρωτα !
Χάνεσαι τώρα
Χάνομαι
Μαζί μου θα χαθής ως τη γαλήνη ...
’λλος μου δίδει τη φωνή .
Δεν την αντέχω .
’λλος τα όρια αναιρώντας
Που πατάει ανάμεσα .
Θυμάμαι .
Όταν αρχίζουν
Οι μικρές συνωμοσίες των κοριτσιών πίσω απ΄ τις γρίλλιες .
Στα δεκατρία , στα δεκατέσσερα η
και ακόμα πιο νωρίς .
Το πρώτο το κοκκίνισμα .
Αυλές με τα γεράνια φευγαλέες
Ως τον περίπατο στη δημοσιά .
Αργότερα ίσως πολύ
Αλλάζει καθώς περιμένουν η ματιά τους .
Εκεί μια σιωπή να σπάζει στα νεφρά
Μαζί τους δυναμώνει , λες κ΄ η αναμονή .
Κι αδημονία , αδημονία τυφλή
Στης σάρκας τη σκοτεινή διέξοδο που θέλει ...
Ώρες ψηλαφητές που στην κλειστή σου αίσθηση
Τεντώνεις την αμάχη
Ώσπου θαρρείς κ΄ οι δείχτες τρέχοντας
Της συννεφιάς και πάλι ανατρέπουν κάποια μοίρα .
Πράγματα της ημέρας απ΄ αλλού αγαπητά .
Σαν κάθε τι ολόγυρα θυμίζει .

Υπέροχο - είναι υπέροχο
Σαν αγαπάς να περιμένεις !..
Υπέροχο αναμετρώντας τις στιγμές ...
Βραδιάζοντας . Ξημερώνοντας .
Αυτό το γέλιο
Αυτό το γέλιο που κυλάει σφυρίζοντας
’λλος όπου κανένας δεν το ξέρει .
Τώρα η πιο κάτασπρη αμυγδαλιά .
Τώρα στα μυστικά σου πέλματα .
Σα σε κατέχει .
Σα σε ρίχνει μες στην άνοιξη .
Πόσο βαθιά σου γίνονται τα χρώματα ...
Τι προεχτάσεις άξαφνα μαντεύεις στο λουλούδι .
Έχεις αρχίσει κιόλας να υποψιάζεσαι ...
Μ΄ όλες τις νύχτες ανοιχτές εντός σου
Έχεις κιόλας βυθιστή .
Μέχρι του σπόρου υπόκωφη , κρυφή τη
Διπλωμένη αντίσταση απ΄ τα χρώματα
Που νιώθεις να γυρίζει
Και σχίζονται στα νεύρα σου οι χυμοί .
Το σώμα σου όνειρο να πλέει μες στην οδύνη .
Κι από τη γέννα πριν
Μια
αρχαιότητα μεταμορφώσεις .
Κ΄ ίσαμε κει τα κύτταρα σου ξυπνητά
Που αποχωρίζονται και ξέρουν .
Νέα , νέα η συγκίνηση και πάλι τόσο !
Τόσες φορές που είμαστε ερωτευμένοι ...

Μαρία Σερβάκη (1930-2015)
Από πού έρχεται

Από πού έρχεται αυτή η ερημιά,
τούτο το κρύο
πούθε ανεβαίνει;

Μα, από τους τάφους,
που ανοίγουν τα φιλιά.

Χ. Λάσκαρης

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Κομμένος όπως το λουλούδι μέσ’το βάζο

θα ζούσε το απόλυτο και ο άνθρωπος χωρίς να ζεί.

Θα ‘τανε χιόνι απάτητο

βροχή που πήρε άλλη απόφαση

και δεν θα πέσει.

Θα ‘τανε μια πασίλευκη

και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει

πως η γαλήνη είν’ ο θεός λέξη προς λέξη

δίχως να περισεύει τίποτα.


Nίκος Καρούζος

[Απόσπασμα από την Ανθολογία Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971]

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

(2)
Θὰ περάσουν ἀποπάνω μας ὅλοι οἱ τροχοὶ
στὸ τέλος
τὰ ἴδια τὰ ὄνειρά μας θὰ μᾶς σώσουν.
Ἀγάπη μεῖνε στὴν καρδιὰ —
αὐτὸς ἂς εἶναι ὁ κανὼν τοῦ τραγουδιοῦ σου.
Μὲ τὴν ἀγάπη
Θὰ σηκώσουμε τὴν ἀπελπισία μας
Ἀπ᾿ τὸ ἀμπάρι τοῦ κορμιοῦ.
Δὲν εἶναι φορτίο γιὰ τὴ χώρα τῶν ἀγγέλων
ἡ ἀπελπισία.
Καὶ προπαντὸς
ἂς μὴν ἀφήσουμε τὴν ἀγάπη
νὰ συνωστίζεται μὲ τόσα αἰσθήματα…


Nίκος Καρούζος

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Τὰ πουλιὰ δέλεαρ τοῦ Θεοῦ
(ἀποσπάσματα «Διαλόγων»)

(1)
Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα -—
μὲ κουρελιασμένα μάτια
μὲ φλογωμένους κροτάφους ἀπ᾿ τὴν πτώση
νὰ γυρίζεις
στὴν καλὴ πλευρά σου.
Πεσμένος αἰσθάνεσαι
τὴν κόλαση ποὺ εἶναι ἡ αἰτιότητα
τὸ στῆθος ὡσὰν συστατικὸ τοῦ ἀέρα
τὰ βήματα χωρὶς προοπτική.
Κι ὅμως στὴ χειμωνιάτικη γωνία ὁ καστανᾶς
περιβάλλεται ἀπὸ σένα.
Κόψε ἕνα τραγούδι ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη
μὲ δάχτυλα νοσταλγικά.
Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα.

Νίκος Καρούζος

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

κε΄

Ὦ φωνή, ὦ μητέρα,
ὦ τῶν πρώτων μου χρόνων
σταθερὰ παρηγόρησις•
ὂμματ’ ὁποῦ μ’ ἐβρέχατε
με’ γλυκὰ δάκρυα!

Ανδρέας Κάλβος

[το συνάντησα σήμερα και είπα ο Ferlinghetti να περιμένει]

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

[αφιέρωμα Lawrence Ferlinghetti]

Τί να 'λεγε στο πιστό αρκουδάκι της
τι να 'λεγε στον αδελφό
τι να 'λεγε 
στο μελλοντικό της σύζυγο
και τι να 'λεγε στη μητέρα

μετά από τότε που όλο κέφι ξάπλωσε
μες στα λουλούδια - γλειφιτζούρια
σ' εκείνη τη ζεστή ακροποταμιά
όπου οι φτέρες σκιρτούσαν στον σπασμένο
αέρα της ανάσας του εραστή της
και τα πουλιά τρελαίνονταν
και ρίχνονταν απ' τα δέντρα
να δοκιμάσουν ζεστό ακόμα πάνω στο χώμα
σπαρμένο σπέρμα

[από τη συλλογή "Το Kόνεϋ Άιλαντ του μυαλού", 1958]

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Αργύρης Χιόνης

Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
μονάχα μακριά μπορούν να δουν
Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν
περπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν
τα χέρια απλώνουν ψαχουλευτά πασχίζουν
σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν

Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο.

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

... Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη,
μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι,
θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης,
δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους...

απόσπασμα- Μάτση Χατζηλαζάρου

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Σαββατόβραδο

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

...


Τάσος Λειβαδίτης

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

γατοέρωτες
σαν παύουν στο δώμα η σελήνη αχλή

Ματσούο Μπασό (Χαϊκού, από την ενότητα της άνοιξης)

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

ένα μικρό παιδί
ένα παραλληλόγραμμο τραπέζι˙
στηρίζει το πηγούνι του
χαζεύει σχήματα και σώματα
προτού το καλαμπόκι ψηθεί στο μάτι του
και πέσουν τα χρυσά του σπόρια

πρόπλασμα με πηλό
Μαρία Λαϊνά, μικτή τεχνική

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015


Οι εχθροί της άνοιξης

Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.

Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.

Μίλτος Σαχτούρης

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο


Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

[Aπό το Μονόγραμμα του Οδ. Ελύτη]

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ( 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 1851 – 1911)

Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Βρεγμένη Αριστομένους

Καμιά φορά κόβεται
η ταινία
–σε ένα φιλί απάνω
σε μια μάχη–
τα παλαμάκια ανώφελα
οι φωνές
όπως μια Κυριακή
που αργούσε η μπομπίνα
απ’ τ’ άλλο σινεμά
το βήτα μέρος
γιατί είχε πέσει το παιδί
απ’ το μηχανάκι
και βγήκαμε όλοι
στη βρεγμένη Αριστομένους
με τις ομπρέλες μας
περίλυποι
μισοί
ξέροντας απ’ το διάλειμμα
το τέλος

Γιάννης Τζανετάκης
(δημοσίευση στο Ποιείν, 7/01/2015)

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

σε κάθε στροφή σκορπίζει τ' άρωμά του
το τριαντάφυλλο
που πιάστηκε στη ρόδα

Μαρία Λαινά
('μικτή τεχνική')

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους...

Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
όλοι εμείς το διαμπερές τραύμα της Γης,
λευκοί και μαύροι και κίτρινοι,
«ανεπτυγμένοι» και «υπανάπτυκτοι»,
πλούσιοι και φτωχοί,
που τους γράφουμε απάνω στο χιόνι,
που τους γράφουμε απάνω στην άμμο,
απάνω στον ήλιο, απάνω στη βροχή,
απάνω στο πεζοδρόμιο,
απάνω στους χαρταετούς της καρδιάς μας,
απάνω στα υπόγεια της καρδιάς μας,
στα σαλόνια και στις σοφίτες,
με πέννα και με κάρβουνο,
όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον ανοιχτό πίνακα,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον υπαίθριο πίνακα,
με τις κιμωλίες μας στεγνές ή βρεγμένες,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε με το αίμα μας,
σε μια παντιέρα που δεν τη γνωρίσαμε ακόμα,
σε μια παντιέρα που την ψάχνουμε ψηλαφητά μες στους αιώνες,
σε μια παντιέρα που μας αποκρύβεται
για να μην τελειώσει,
που μας ξέρει και αποκρύβεται
για να μην την παρατήσουμε,
σε μια παντιέρα που δεν τη βλέπουμε
μα σφιγγόμαστε γύρω της,
που δεν τη βλέπουμε μα κρεμαζόμαστε απάνω της,
που δεν ξέρουμε αν υπάρχει μα δεν το συζητάμε.
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους
μπροστά στο φεγγάρι ή στο εχτελεστικό απόσπασμα
κι ανακυκλωνόμαστε και δεν εκλείπουμε
απ’ τον Όμηρο ή και πιο πριν ή και πάντα
μέχρι τον τελευταίο μας άσημο,
όλοι εμείς –τι σύμπτωση!
Χωρίς καμιά προσυνεννόηση,
χωρίς καμιά προεπαφή!
Τι παράξενη σύμπτωση, αδερφοί μου!

Κώστας Μόντης

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ανθρώπινες ηδονές

Φαίνεται πως η επιβίωσή μας δεν είν’ δική μας υπόθεση,
φαίνεται πως κάποιον άλλον πρωτίστως ενδιαφέρει,
εκείνον που τόσο προσεχτικά
φρόντισε να επικολλήσει ανταμοιβή
ακόμα και στα πιο ασήμαντα
που θα ‘πρεπε να κάνουμε για να ζήσουμε,
κάποιον που ήξερε καλά
πόση εμπιστοσύνη θα μπορούσε να μας έχει
χωρίς αυτές τις ανταμοιβές.

Κώστας Μόντης

(18 Φεβρουαρίου 1914-2004)

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Διάρκεια

*

Να ένα ψάρι, βουίζει στο σπάραχνό του η θάλασσα
Ένα πουλί, διασταυρώνεται στο μάτι του ο αέρας με τη
φωτιά
Εγώ είμαι από ψάρι κι από πουλί
Θέλω να με γνωρίσετε όπως ποτέ άλλοτε
Άσπρο στο κέντρο του βογγητού
Άγαλμα βαθιά στην πέτρα και τη σύμπτωση:

Ουράνια σκιά και κατρακύλισμα ψυχής στο αρνητικό της
Πραγματικότητα που ποτέ δεν είναι πραγματική
Κι ας τρέμει στο τύμπανο του αυτιού
Καθώς η ορχήστρα καθεμιάς αίσθησης τη χρυσώνει

Δεν γράφω λέξεις
Φωνάζω με μέταλλα μ' αράχνες με ομόχρονα
Από βαθιά σ' ένα χρώμα χειρονομώ
Και πλάστηκα να ερωτεύομαι τη σύμπτωση
Του να 'μαι δύο μπάλες φως περιστρεφόμενες
Αντίθετες ενός βόγγου στα μάτια μου, που εξορίζει πρώτα
εμένα
Στ' άδυτα του ίσκιου.


Δημήτρης Παπαδίτσας

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΩ, ΒΛΕΠΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνετες ψωμιά κι η ανθρωπότητα θα τρέξει πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη κι υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν’ αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να τους δίνεις τα ψωμιά Σου. Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θάναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά;


ΤΟ ΗΞΕΡΕΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητεί -τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: Ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’ αυτό γεννιέται ο δύστυχος. 


ΑΝΤΙ ΝΑ ΚΥΡΙΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη. Ή μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία της συνείδησής του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό. 

Αποσπάσματα της συνομιλίας του ιεροεξεταστή και του Χριστού, από το έργο του Φιόντορ Ντοσκογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ , τόμος Β', μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη. 

[Πηγή: www.doctv.gr]

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

[Χθες βρέθηκα στην παρουσίαση μίας πολύ σημαντικής ποιήτριας, της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου για το βιβλίο της 'Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης'. Η Δ.Χ. είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση που δεν συγκαταλέγεται σε καμία γενιά. Χωρίς να φωνάζει, έχει δυνατή φωνή, και μάλιστα παροντική· μιλάει για όλες τις ηλικίες της εποχής αυτής και δίνει στην εποχή την ίδια την αξία που της αναλογεί. 
Η ποίησή της παίζει ρόλο υποβολέα. Δεν είναι το λουλούδι που πρωταγωνιστεί, αλλά ο τροφοδότης σπόρος, που ο καθένας θέλει στον κήπο του.

Και κάτι ακόμα: μου κάνει εντύπωση, έχει την ίδια φωνή στην απαγγελία, στο γραπτό και στην ζωή. Αυτό είναι νομίζω μία ένδειξη αυθεντικής ψυχής.]


Αυτοκρατορίες

Αν μου δοθεί ο πρώτος στίχος,
Η κυρία η ηλικιωμένη στον δεύτερο
Θα ξαναγίνει η μητέρα μου.
Ουδέποτε γνωστή κι όμως τι θλίψη
Αυτά τα βαριά της γεράματα...

Κάποτε προσηνής και σβέλτη
Μπαινόβγαινε σε αλλεπάλληλα οχτάωρα
Υπακοή, παραγωγή, αποταμίευση
Κι ένα μαύρο κουρτινάκι ανάμεσα
Σε πρώτη και δεύτερη κόρη.

Τώρα απλωμένη σε στρωσίδια δύσκαμπτα
Θερμαίνει με μια σόμπα χαλαζία
Ένα άδικα μεγάλο δωμάτιο.
Υπολογίζοντας με γουλιές αναπνοής
Πόσα μερόνυχτα υγείας
Εξασφαλίζει με αβέβαιη σύνταξη.

Κι ενώ η αρρώστια προχωρεί κατά το νόμο,
Ανάμεσα από τις θορυβημένες θυγατέρες
Παράνομα τρυπώνει η απλή φροντίδα
Ενός μεσημεριού με χρυσόσκονη.
Πλούσια πασπαλίζει το πάπλωμα
Σαν να είναι η πρησμένη γερόντισσα
Μια Αικατερίνη της μακράς δυναστείας
Που έφερε ένα έθνος ως τη θάλασα,
Προτού φέρει με οικονομία το γιατρό.

Δ.Χ.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Αν τα μαλλιά δεν παίρναν
δύναμη
απ' το κορμία μας μα του' 
διναν
Θα ΄τανε ρίζες
κι εμείς θα 'μασταν
Δέντρα αντεστραμμένα
Θα 'μασταν κάτι

Αργύρης Χιόνης

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Γερανοί στις προκυμαίες ξεφορτώνουν εμπορεύματα κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ασυντρόφευτοι άνθρωποι περπατούν στις λεωφόρους κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ηλεκτρικές σιωπές σπιθοβολούν μέσα στις μηχανές κι εγώ σ’ αγαπώ.
Καταστροφή ενάντια στο χάος, καταστροφή ενάντια στο χάος κι εγώ σ’ αγαπώ.
Καθρεφτίσματα κορμιών παραμορφώνονται στις βιτρίνες κι εγώ σ’ αγαπώ.
Γερνάνε χρόνια μες στη λησμονιά των αποθηκών κι εγώ σ’ αγαπώ.
Όλη η πόλη πορεύεται προς τη νύχτα κι εγώ σ’ αγαπώ.


Ζουζέ Λουίς Πεϊσότου, 

Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
(δημοσίευση στο Φρέαρ)

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.

Χ. Μίσσιος
Αυτό που μένει

Αυτό που μένει περισσότερο
Είναι αυτό που φεύγει

Καθώς το τίποτα είναι πολύ
Ενώ το λίγο τίποτα

Κι οι κύλινδροι αλέθουν τη στιγμή
Σε λεπτότατο φύλλο.


Αντώνης Φωστιέρης (Το Θα και το Να του Θανάτου, 1987)

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

[λέξεις αίματος έρωτα κεράσια]


Ο Δεμένος Ώμος


Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία να ’ταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.

Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν,
απ’ ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κ’ έτρεξε λίγο αίμα.

Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως· γιατί δεν πονούσε,
και μ’ άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.

Σαν έφυγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός,
ένα κουρέλι ματωμένο, απ’ τα πανιά,
κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ’ ευθείαν·
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή —
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.


K.Π. Καβάφης

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Έλα στο πλευρό μου ώσπου τα δακτυλόσχημα
λουλούδια των βιολιών
να σωπάσουν, ώσπου τα μούσκλια
να ριζώσουν στον κεραυνό, ώσπου από το σφυγμό
χεριού και χεριού να κατεβούν οι ρίζες.


Pablo Neruda, από την “Συμμαχία (Σονάτα)” 
(στα "Ερωτικά ποιήματα", εκδ. Πατάκη – μτφρ.: Αγαθή Δημητρούκα)