Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Το φιδάκι

Η ζαβολιά κι η σιωπή, το σκέδιο μου εβουλήθη
Μ’ ένα διαβήτη άνισον, εδώ, να ιχνογραφεί
Κι είμαι λοξά – σχήμα ζαβό- γιομάτος φως και λήθη
Να στρέφουμαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή

Και μ'έχασε ο αστερισμός της ζωδιακής μου σμίλης
Οξ’ απ’ τη δημιουργία του! Λοιπόν – τι; Στης φθοράς
Το γύρισμα, θα κυνηγώ –φιδάκι εγώ- της ύλης
(για να δαγκώσω) τη φυγή της ίδιας μου νουράς;

Έτσι λοιπόν; Παντοτινά –πλάνα, χορεύτρα- η φύση,
Στου χάους τους κεντρόφυγους θα με δινάει φθαρμούς
Και θα με κατεργάζεται στην αστρική μου κλίση
Ο εφιάλτης των στροφών πάντα σε νέους ρυθμούς;

Και δε θα βρω το Νιρβανά λοιπόν ποτέ του «πάψε»
Μεσ’ στην τριώτα του νερού, της γης και της φωτιάς
Παρά θα τρέχω – δίδυμος σφυγμός- στο «σβήσε και άψε»
Της φωτεινής – που μούσκισε το πνέμα – πελεκιάς;

Ωωω!… Όχι!. Τι λυχνίες μου – Μάγος στρυφνός – θα'ανάβω
Και –λίθο φιλοσοφική- θα βρω άλλον ρυθμό
Και μια στιγμή, ανύποπτην ύλη θα σε συλλάβω
Επ’ αυτοφόρω: Συνθημα, Σημείο ή Αριθμό…

Γ. Σκαρίμπας
(28 Σεπτεμβρίου 1893- 21 Ιανουαρίου 1984)

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014



<…> Βρήκα την άλλη σημασία της λέξης Diougan. Δεν θα πει Προφητεία θα πει Διπλός Λόγος. Βρήκα τον δεύτερο τον άλλο λόγο της μπαλλάντας κι αυτός είναι το νόημα της. Το νόημα της ξαφνικά πύκνωσε και σκοτείνιασε. Ήρθε και στάθηκε πάνω από την σχέση του Ποιητή με τον Εχθρό. Πουθενά δεν υπάρχει χριστιανός και καμμιά εισβολή. Καμμιά σύγκρουση χριστιανών και βαρβάρων δεν υπάρχει. Η μπαλλάντα αυτή πρωτακούστηκε πολύ πριν τον Χριστό. Από καιρό από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκηπας του πολέμου. Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Την γενιά του το όνομα του τον σκοπό του. Είναι πάντα μονάχος με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον Γκουένκ Χλάν. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του μ’ αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι τι να είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών. Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο χριστιανός είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή κι υπόσταση να ταπεινώσει να τρομάξει. Να βασανίσει ν’ αφανήσει τον ποιητή. Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίηση του κι η ζωή η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τύφλωσαν. Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί. Αυτό είναι το νόημα της μπαλλάντας του Γκουένκ Χλαν λέει η Κυβέλη και χαμηλώνει περισσότερο την φωνή της κι αυτός είναι. Τον ήξερα από πάντα αυτόν τον πρώτο νόμο της ποίησης κι εγώ ξέρω το νόημα της αναίτιας τιμωρίας της. Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία. Η κραυγή του πεθαμένου ποιητή Χτύπα ! Χτύπα! Που αντηχεί σ’ ολόκληρο το ποίημα δίνει το μέτρο του αναίτιου όχι της εκδίκησης.<…>

Γ. Χειμωνάς

-Από το βιβλίο 'Γιώργος Χειμωνάς Πεζογραφήματα', εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005


[Ανάρτηση στην Bibliotheque, 19/10/12]

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέντρα
για να βλέπονται τα πουλιά.


Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, από την 'Κρύπτη' (1991, 2006, εκδ. Στιγμή)

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα ημισφαίριο μέσα στα μαλλιά

Άφησέ με να αναπνεύσω για πολύ χρόνο , για πολύ καιρό , την μυρωδιά των μαλλιών σου, εκεί να βουτήξω όλο το πρόσωπό μου,
όπως ένας διψασμένος άνθρωπος μέσα στο νερό μιας πηγής, και να τα κουνήσω με το χέρι μου όπως ένα μαντήλι αρωματισμένο, για να τιναχτούν οι αναμνήσεις έξω στον αέρα.
Αν μπορούσες να ξέρεις όλα αυτά που βλέπω! Όλα αυτά που αισθάνομαι ! Όλα αυτά που ακούω μέσα στα μαλλιά σου. Η ψυχή μου ταξιδεύει πάνω στο άρωμα όπως η ψυχή των άλλων ανθρώπων μέσα στη μουσική.
Τα μαλλιά σου περιέχουν ένα ολόκληρο όνειρο, γεμάτο κατάρτια και πανιά… Περιέχουν μεγάλες θάλασσες που οι μουσώνες τους με κατευθύνουν σε ευχάριστα κλίματα, όπου ο χώρος είναι πιο γαλάζιος και πιο βαθύς, όπου η ατμόσφαιρα είναι αρωματισμένη από τα φρούτα, από τα φύλλα κι από το δέρμα των ανθρώπων.
Μέσα στον ωκεανό των μαλλιών σου, μισοβλέπω ένα λιμάνι γεμάτο με μελαγχολικά τραγούδια, άντρες ρωμαλέους από όλα τα έθνη και κάθε μορφής καράβια που οι φίνες και πολύπλοκες αρχιτεκτονικές τους προβάλλονται κομμένες πάνω σε ένα ουρανό απέραντο όπου αναπαύεται η αιώνια ζέστη.
Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τις αδυναμίες των μακριών ωρών που πέρασαν πάνω σε ένα ντιβάνι, μέσα στο δωμάτιο ενός όμορφου καραβιού νανουρισμένες από το ανεπαίσθητο κύμα του λιμανιού, ανάμεσα στις γλάστρες με τα λουλούδια και τις δροσιστικές κανάτες.
Μέσα στη φλεγόμενη εστία των μαλλιών σου, αναπνέω τη μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη με όπιο και με ζάχαρη…μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου, βλέπω να αστράφτει το άπειρο του τροπικού γαλάζιου…πάνω στις χνουδάτες παραλίες των μαλλιών σου μεθώ από τις συνδυασμένες μυρωδιές του κατραμιού, του μόσχου και της ινδικής καρύδας .
Άφησε με να μασήσω για πολλή ώρα τις πλεξούδες σου τις μαύρες και βαριές. Όταν δαγκώνω τα μαλλιά σου τα ελαστικά κι ατίθασα, μου φαίνεται ότι τρώω αναμνήσεις.


Charles Baudelaire

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Η φωτογραφία

Περισσότερο κι απ' τα γραφτά του
-ακόμη και τα πολύ προσωπικά-
φαίνεται να μιλάει γι' αυτόν,
τούτη η παλιά,
ασπρόμαυρη φωτογραφία.
π' αδύνατος,
με κοντό παντελονάκι,
κοιτάζει φοβισμένα το φακό,
κολλημένος πάνω στον πατέρα του.

Χρίστος Λάσκαρης
Τα μεγάφωνα

Τρέφω
μια έντονη αποστροφή
για τα μεγάφωνα.
Έτσι όπως τα βλέπω
από πάνω μου να χάσκουνε,
μου θυμίζουν επίμονα
την εξουσία.

Χρίστος Λάσκαρης

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Φθινοπωρινή καλησπέρα!

ένα ποιήμα του Στρατή Πασχάλη,
από την συλλογή 'Άνθη του νερού' (Ίκαρος, 1994)


ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ

Μπήκε στο σπίτι το φθινόπωρο
σαν μια γυναίκα που κρατά
την αναμμένη λάμπα.

(Έξω αρχίζει να βρέχει)

Απιθώνει δειλά στο τραπέζι το φως
και αθόρυβα φεύγει, χωρική
που μυρίζει θυμάρι κι αγριλιά νοτισμένη.