Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ένα ποίημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, 

βαθιάς καταβύθισης ποίημα



ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΜΟΥ

διότι σε κάθε ναυμαχία αυτό που μένει είναι η κίνηση
των νερών ενώ εγώ ήθελα να διαρκέσω στον πόθο
κρατημένη απ' την πρώρα κι ας μ' έκοβες με τα χέρια
κι ας μ' έκοβες με τα δόντια κι ας μ' έκοβες


Εκεί στα κλάματα βρήκε
μια περιοχή με παλιοσίδερα.
Τότε ο θάνατος έλαβε σώμα και της μίλησε:

Μονάχα το λίγο λιγοστεύει.
Από τόσο μικρή αγάπη
βγαίνει ένας κυνηγός
όποιο πουλί σκοτώνει
δεν τ' αγγίζει.

Με ποιά λέξη λοιπόν τον καλείς; Κι από ποιές γλώσσες
κι από ποιά φτιάχνεις το σώμα οστά; Και ποιά σε
φτιάχνουν αλλιώς; Με ποιό όμικρον κάνεις στρογγυλό
τον πόθο, με ποιό ζώο κουλουριάζεσαι γύρω στο
ζώο; Να περνάει ο επιτάφιος στις στοές του λαιμού
με σπασίματα πιάτων να χάνονται οι λέξεις
ώσπου το έαρ να πηδήσει μέσα στον πεθαμένο.

Σε λέξεις που τις βάρυνε το περιττό φυσάει μέσα τους
σαράκι. Πιο μέσα ένας κριτής. Σου
μιλάει από στήθους δεν έχεις ζυγαριά να τον ζυγί-
σεις. Στις άλλες λέξεις, αυτές που στέκονται
στα κόκαλά τους, βρίσκεις θαμμένη μια θρησκεία.
Περνούν τα εξαπτέρυγα κι απ' το
φρενάρισμα του νου πετιέται μαύρο ράσο.

Φόβος: όλα παίζονται σε μιαν αντιστροφή
να είσαι ο άλλος ή αυτός να είσαι εσύ;

Νόσος: νοσούν οι νεοσσοί θα πει
έχουν μαμά ελαττωματική

(Χάνεται διαρκώς ο πνιγμένος κι οι άλλοι που
φέρνουν το σπόρο μιας γνώσης, δηλαδή, τι
φτουράει ένα λάμδα μπροστά σε φιλί.)

Ο όφις έλεγε: από λέξη σε λέξη η φύση αλληθωρίζει.

Τι απαλό το σάλπισμα και πως χαιδεύει το
αυτί, πως διασχίζει τραύματα ξεριζώνοντας άφωτο
από τον αφαλό της - τη μάνα της την προγιαγιά της
τη γυναίκα του Διονυσιου Σολωμού.

Γυρίζει τριγυρίζει η τρελή μες στον τρελό
παράδεισο, γυρίζει τριγυρίζει μες στο σ' αγαπώ
πολλά ονόματα του έλεγε απ' τις αισθήσεις
κατεβαίνοντας σαν ασανσέρ
Μητέρα σεις είστε ο όφις σ' αυτή την άνοιξη
και ότι ρέει από μένα ότι φτάνει
στο σκοπό μου, επιστρέφει στο δικό σας τόπο
στη φωνή μου τρίζει ο κρεμασμένος, στην
κοιλιά σου το σχοινί αγαλλιάζει φριχτά.

Κι από το άλλο, εκείνο που το λένε ματαιότητα
παίρνω το νέο μου μάτι, δηλαδή, το παλιό
που φόραγα τότε στα παιδικά μου:

Το λιβάδι βόσκει μες στ' αρνί
καθόλου δεν με νοιάζει
για το μωρό που βελάζει
ή
για το λύκο που έφαγε τ' αρνί
που έφαγε το μωρό
που έφαγε τη μάνα του
πριν γεννηθεί.

Το μάτι είναι ο θυρωρός μπαίνει στην κόψη από
την όψη. "Ύστερα βγαίνει με βαριά καλάθια
φρούτα και σφάγια που στο τέλος σαπίζουν όταν
μένουν για πολύ στον ίδιο καιρό.

Ο πατέρας μου έλεγε: Εκείνο που μοιάζει
με ότι φοβάσαι το φοβάσαι γιατί σου μοιάζει
αλλά εσύ κοιτάζεις αλλού κι αχρηστεύεις την όραση.
Αυτό που δεν βλέπεις υπάρχει; Αυτό που δεν είσαι
σε βλέπει; Η μητέρα σου ήθελε να είναι πατέρας
κι έβαζε το κεφάλι της στο μαξιλάρι μου.

Με ποιά λέξη λοιπόν τον καλείς; Με ποιό βέλασμα
γίνεσαι κάμπος; Με ποιά βρύση του στάζεις
κοριτσάκια στα μάτια, τι σάβανα πετάς
και πέφτει σαν μήλο ή σαν πρόβατο;

(Ο εραστής: Άσε με να σε καταστρέφω για να
σε κατέχω στην καταστροφή κι απ' τα κομμάτια σου
να στέλνω τα σκυλιά μου. Κρύβεις για να κρύβεσαι
στα κρυμμένα ψυχή που δίχως το χαμό της μυρίζει
σαν πράγμα, ώσπου το πένθος να την κάνει
μέσα στον άλλον άλλο.)

Μπαίνω και μπαίνεις. Ν' ανάψουν οστά.
Να βρω στο σάλιο μου πετρώματα ορυκτά του
τρόμου που τα φοράει ο νεκροθάφτης
κατάσαρκα για ζεστασιά - εννοώ
από τις φτέρες σου ως την εξωθύρα της
ομιλίας κάτι πλαγιάζεις μέσα στη φωνή.

Όταν το ποίημα έλκει την ετερότητα
γίνεται φίδι. Τυλίγεται σιγά σιγά
στο σώμα. Το σώμα τρώει και πίνει
από το φίδι του.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο του ένα στίχο
Που να ψηλώνει ατέλειωτα.
Τρυπώντας το ουράνιο περίβλημα
Αρχίζανε να πέφτουν
τα υπερκόσμια σκεύη.

Αντώνης Φωστιέρης, από την συγκεντρωτική έκδοση «ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ - ΠΟΙΗΣΗ, 1970-2005», Εκδόσεις Καστανιώτη 2008

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Για τους ανώνυμους φίλους:


Τοῦ χρόνου ἀνάγλυφη εἰκόνα

Δὲν ὀνειρεύτηκα ποτὲ τὸ χρόνο
Καὶ τὴ συντροφιά του
Μήτε τὴν ἀπουσία τοῦ ὀσφράνθηκα ποτὲ
Σὲ κάποιο ἐλάχιστο ἡδονικό μου ὕπνο

Γ. Σαραντάρης

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη στο Ποιείν μαζί με Γερμανική μετάφραση από τους Jan Kuhlbrodt και Γιώργο Καρτάκη. 


https://www.blogger.com/blogger.g?blogID=7763331559302325886&pli=1#editor/target=post;postID=757997971362940040;onPublishedMenu=draftposts;onClosedMenu=draftposts;postNum=1;src=link

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

39 χρόνια απ' το θάνατο του Νίκου Καββαδία.



Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΝΑΓΚΕΛ

Στον ποιητή Ν. Ράντο

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για τους άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
με τα χοντρά τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογίζονταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank "Fjord Folden"
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014



Στεκόμαστε γυμνοί απ' όνειρα
κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα
απόγονοι του τίποτα
πελάτες της σιωπής
έχουμε τσέπες αδειανές
και στην καρδιά δυο μνήματα
μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι
είναι ο μόνος μας συγγενής.
Κορόνα γράμματα ποντάρουμε
το θάνατό μας
την ίδια κλίση παίρνουμε
φλερτάροντας γκρεμούς
κι όταν δε θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας
ο έρωτας θα μας τσακίσει
και θα μας κάνει αληθινούς

Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγαπάς
μα δε θα φτάνει
άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου
το χάδι σου
και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι
θα πεθαίνω στο πλάι σου.


ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ
ΠΡΩΙΝΟ ΓΕΥΜΑ

Έβαλε τον καφέ
Στο φλιτζάνι
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Παραίσθηση


Τα πράγματα γερνούν και ψάχνουν
τη μοναξιά τους
διανύουν τις ωραίες στιγμές φωτισμένα πλοία
παραίσθηση των λόφων και των ξαστεριών που χάνονται
ακούνε μέσα τους τις ώρες να κυλούν
ανώφελα και τρυφερά σαν θαύματα
φεύγουνε ήσυχα στο χρόνο
ο χρόνος είναι ο ίδιος
που κουβαλάει την αγάπη μας
Μας περιμένει σ' άλλες διαστάσεις


Γιάννης Τζανετάκης