Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Η γλώσσα που απομονώνει


Η γλώσσα που απομονώνει

Μία ξένη γλώσσα μιλάει όλη η γενιά μου. Τη μάθαμε μέχρι το κόκαλο, σαν σχολιαρούδια επιστρέψαμε στο αλφάβητο και στη γραμματική. Δεν μιλούμε τη δική μας γλώσσα. Εκείνη δεν ανοίγει καμία πόρτα, δεν την καταλαβαίνει κανείς, this all sounds Greek to all. Από τα blues του αποχωρισμού προχωρήσαμε μπροστά και πίσω, ζήσαμε εποχές που κάποτε μας ξένιζαν, σκλήρυνε ο πυρήνας.

Ξέχασα τους κανόνες του δημοτικού, σχεδόν αποποιήθηκα την παιδική μου ηλικία.

Η ξένη γλώσσα με στερέωσε στις σπουδές και στη δουλειά. Η ξένη γλώσσα με ανέπτυξε επίσης κοινωνικά και έμαθα να αξιοποιώ τις δεξιότητές μου μέσω ενός προφίλ πιο ξενικού, πιο φορμαλιτέ, ή λιγότερο αυθόρμητου για να το θέσω αλλιώς. Και έτσι κατά κάποιο τρόπο η γλώσσα μου που μιλούσα στο σπίτι, ενοχοποιήθηκε. Κι αυτό που βία πρέπει να εγγραφεί στο ενδοψυχικό είναι μια άλλη γλώσσα συνδεδεμένη με τον ιδανικό εαυτό, το πτυχίο, το μάστερ, τον μάνατζερ, τον καθηγητή. Και καμιά φορά όταν μας ακούω σε αυτήν τη γλώσσα, είναι σαν να δίνουμε παράσταση, σαν να προσπαθούμε να πείσουμε τον άλλο μας εαυτό ότι τα μάθαμε καλά.

Κι ύστερα όταν θα είμαι σπίτι, θα σκέφτομαι καμιά φορά ενοχικά, όπως όταν σπάνια καπνίζω ένα τσιγάρο στο μπάνιο, στη δική μου τη γλώσσα, τις χαζομάρες που με κάνουν να γελάω, τους φίλους που μου λείπουν.
Λιγοστά στα φανερά, θα κάνω παρέα με τα πατριωτάκια και τις νοσταλγίες μας, θα γράφω στα Ελληνικά, θα περιθωριοποιούμαι απ’ τα διεθνή δρώμενα και μαγνητικά θα τραβιέμαι προς την απομόνωση. Την απομόνωση της γλώσσας μου…

Εκείνο όμως που μονώνει αυτή η γλώσσα δεν κρύβεται μέσα στα αλφάβητα και στα σήματα του λόγου, αλλά στα συναισθήματα που λείπουν απ’ την ιστορία. Αυτό που με πειράζει, δεν είναι ότι αλλάζω γλώσσα, αλλά ότι μιλώντας την άλλη γλώσσα, μου λείπει η δική μου. Κι έτσι η ξένη γλώσσα μέσα μου δεν έχει κεραμίδι, και οι λέξεις της έχουν μουχλιάσει πριν ακόμα βραχούν.

Αντιστέκομαι λοιπόν στην ξένη τοπολογία. Γιατί είναι αντιστασιακή η ελληνική μου φύση, αντιστέκεται σε ό,τι έχει να κάνει με συστηματική ομοιομορφία. Έτσι αγαπήθηκε αυτή η ρομαντική αναρχία μέσα μου, έγινε το αίσθημα της απόλαυσης και έχασε το κύρος μίας εύγεστης και υποσχόμενης γλώσσας. Έγινε απλά το κτήμα μου, που κινδυνεύει να καταπατηθεί απ’ την ξενοκρατία.

Το θέμα όμως είναι κάποτε να καταλάβω ότι αντίσταση δεν σημαίνει ότι αγαπώ τη γλώσσα μου αποκλειστικά. Μπορεί και να σημαίνει ότι θέλω να τη φωνάξω για να μην την ακούσω, να την ουρλιάξω για να μη δω τις ελλείψεις της. Και αυτό που νομίζω χρειάζεται να κάνω είναι να ακούσω τη γλώσσα μου όπως είναι, πονεμένη, να την καταλάβω και να την ξαναμάθω απ’ την αρχή της. Και όταν πια αρχίσω να αντέχω τις πληγές της στο σώμα μου, τότε να της μιλήσω σε όποια γλώσσα θέλω. Να την αρθρώνω, χωρίς να φοβάμαι μην την ξεχάσω. Να μην τίθεται θέμα ταυτότητας γλώσσας. Μα η ταυτότητα να έχει εν-τυπωθεί μέσα μου ως σιωπηλή κι αδιαπραγμάτευτη συνθήκη.

Και να ‘ναι και η ξένη και η δική μου γλώσσα μία.

Γιατί ‘ναι όμορφη η γλώσσα πέρα απ’ τη γλώσσα, είναι σαν να μαθαίνεις να κουβαλάς το κεραμίδι σου, στ’ αλήθεια.

(στο Protagon, στην στήλη των Αναγνωστών)

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Γιώργου Μακρή

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ' όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
και δεν είμαστε τίποτα απ' αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.


[αυτό είναι ένα πραγματικά υπέροχο ποίημα]

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Νίκος Καζαντζάκης (από τον Καπετάν Μιχάλη)


Δεν ήταν νησί
ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα
Ήταν η γοργόνα
η αδερφή του ΜέγαΑλέξανδρου
που θρηνούσε
και φουρτούνιαζε το πέλαγο

Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα λευτερωθεί κι εμένα η καρδιά μου
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα γελάσω


http://www.youtube.com/watch?v=rPtR96rIQ0s  (μελοποιηση Μ.Χατζηδάκι)

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

William Burroughs - Η γάτα μέσα μας 

(μτφρ. Αργυρώ Πιπίνη και Κική Προδρομίδου)



Γουργουρίζοντας στον ύπνο του ο Φλετς 
τεντώνει τις μαύρες του
πατουσίτσες για ν' αγγίξει τα χέρια μου , με 
τα νύχια του κρυμμένα , 
απλώς ένα απαλό άγγιγμα για
 να βεβαιωθεί οτι είμαι δίπλα του όσο
εκείνος κοιμάται . Θα πρέπει να με βλέπει στο όνειρό του . 
Λένε οτι οι
γάτες δεν βλέπουν χρώματα : Μόνο ασπρόμαυρες εικόνες 
με πολύ 
κόκκο ένα φθαρμένο ασημένιο φιλμ 
που τρεμοπαίζει καθώς φεύγω 
από το δωμάτιο , επιστρέφω , βγαίνω έξω , 
τον παίρνω στην αγκαλιά 
μου , τον αφήνω κάτω . Ποιος 
θα μπορούσε να κάνει κακό σ΄ ένα τέτοιο 
πλάσμα ; Άκου εκπαίδευσε το σκύλο του να σκοτώνει! 
Το μίσος προς
τις γάτες φανερώνει ένα κακό , ηλίθιο , άξεστο ,
φανατισμένο πνεύμα .
Δεν μπορώ να δεχτώ κανένα συμβιβασμό 
με αυτό το Κακό Πνεύμα . 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ἐρωτικὸ γράμμα

Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση. Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο. Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.

ΚΟΛΙΑΣ

* Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Νίκος Καββαδίας ἐρωτεύτηκε μία κοπέλα, τὴ Θεανὼ Σουνᾶ.
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς στὴν κοπέλα.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη

Νίκος Καββαδίας, 1979

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Poems from the Japanese

I wish I were close 
To you as the wet skirt of
A salt girl to her body.
I think of you always.

                                     Akahito

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μόνο Λευτέρης Πούλιος!

[Ω εσύ με τα μάτια της τρέλας]


Ω εσύ με τα μάτια της τρέλας
με το αιδοίο σου της άμβλωσης
με το χαμόγελό σου σαν καμτσικιές
ξεσπάς μισείς τον ουρανό, εκστατική
στέκεσαι μπροστά στη μέρα που σουρουπώνει
δαγκωμένη σαν μήλο, μαγνητική, γεμάτη
από φωτιά και θλίψη την ώρα τούτη
των κλαριών που μαδούν
μοναδική κληρονόμος του λεηλατημένου
καλοκαιριού.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ο άγγελος κρατά θερμή
τη μεταφυσική
διατρίβοντας σε ξερές πληγές.

Από τις Συλλαβές για τον Άνεμο, του Λευτέρη Πούλιου

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ο γέρος μου φοβόταν το τηλέφωνο, ποτέ δεν το συνήθισε, ποτέ δεν τ' άφησε να μπει μες στη ζωή του. Είκοσι χρόνια έκανα στην ξενιτιά και δεν μου τηλεφώνησε ούτε μια φορά. Κι εγώ όταν τηλεφωνούσα, του 'δινε με το ζόρι η μάνα μου το ακουστικό, για να μου πει δυο λόγια μασημένα. Το 'τρεμε "του διαόλου το μηχάνημα".
Όμως, απ' όταν πέθανε, αδιάκοπα σχεδόν τηλεπικοινωνεί μαζί μου, και τόσο ζωντανά, α, τόσο ζωντανά που, όταν βγαίνω απ' τ' όνειρο, νιώθω, ώρες πολλές, ολόκληρη τη μέρα, τη μυρουδιά του στα ρουθούνια μου.

Αργύρης Χιόνης

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Κάθε πρωΐ

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)

Μανώλης Αναγνωστάκης

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Αιμίλιου Βεάκη, Ψυχή βαθιά


Έσφιξ, ο κλοιός τριγύρω. Τα καπλάνια
λυσσούνε τώρα κυκλωμένα.
Καμιά δεν καρτερούν βοήθεια απ’ όξω.
Πρέπει να σπάσει ο κλοιός! Πρέπει να σπάσει!
Σκληρό θαν’ το γιουρούσι, μα θα γίνει!
Αντρεία και Τόλμη
γνώριμες αρετές για τον Αντάρτη!
Μα χρειάζετ’ ένα σύνθημα, μια λέξη, μια σπίθα στο μπαρούτι…
Να που άξαφνα τη βρήκε ο Παπαζήσης:
- "Ψυχή βαθιά!"

Τα γιαταγάνια αστράφτουν.

Οι μπαταριές τραντάζουν το ρουμάνι.
"Ψυχή βαθιά!" κι οι κάμποι αντιλαλούνε.
Ποτάμι τρέχει το αίμα των Ναζήδων_
κουφάρια φράζουν τα χαντάκια.
"Ψυχή βαθιά " Σπάζει από δώθε ο κύκλος.
Ως να τον κλείσουν πάλι αλλούθε σπάζει,
εδώθε - αλλούθε, σύγχιση και τρόμος,
ψυχές λυγούν, ψυχές θεριεύουν,
οι Ούννοι σκορπάνε. Δώθε- αλλούθε
σα σίφουνας περνούν οι Αντάρτες!

Στην πέρα την πλαγιά σύναξη. Ούτ’ ένας
δεν έμεινε στου εχτρού τα χέρια. Τώρα
καινούρια μάχη πάλι θ’ αρχινήσει.
- "Ψυχή βαθιά κι η νίκη είναι δική μας!"

Δική σας πάντα η Νίκη!

Ψυχή βαθιά το σύνθημα απομένει,
ψυχή βαθιά στο χιόνι, στο χαλάζι,
ψυχή βαθιά στην παγωνιά του λόγγου,
ψυχή βαθιά στο νυχτοστρατοκόπι,
ψυχή βαθιά στην άγρια πείνα,
ψυχή βαθιά στο φρούμασμα της δίψας,
ψυχή βαθιά στη μάνιτα της μάχης,
ψυχή βαθιά κι όταν σε βρει το βόλι!
Ψυχή βαθιά! Κανείς δεν πάει χαμένος!
Ψυχή βαθιά! Μυριάδες ακλουθάνε!

Τι φούντωνε τη θείαν ορμή σας
κορφές και ράχες και φαράγγια
να δρασκελάτε, ξυπόλητοι και πεινασμένοι,
δίχως άχνα παράπονου στα χείλη,
φορτωμένοι τη βαριά αρματωσιά σας;
Την καρδιά σας ποιος έκανε ατσαλένια,
με το γέλιο, το χούγιασμα του θριάμβου
ν’ αντικρίζετ’ ακόμα και το Χάρο;

Ψυχή βαθιά το σύνθημα και τώρα.
Ξαρμάτωτοι και προδομένοι,
στ’ ανήλιαγα μπουντρούμια,
στης αισχρής αβανιάς το φαρμάκι,
στους δρόμους, στις βρισιές,
στα μαρτύρια, τη σιδερένια αντοχή ποιος σας τη δίνει;
- "Ψυχή βαθιά" ο ένας στον άλλον κράζει,
"ψυχή βαθιά, δική μας πάντα η Νίκη!"

Ναι, δική σας! Η ατράνταχτη Πίστη
για τον άγιο σκοπό σας θεριεύει
και πετρώνει τη θέλησή σας!
Ω δική σας η Νίκη, δική σας!
Γιατί κάθε σας πράξη τη διαφεντεύει
ο ηθικός της αυταπάρνησης νόμος:
για σας τίποτα, κι όλα για τους άλλους!
Πίστη κι ελπίδα σας θεμελιωμένες
στης Αλήθειας το ασάλευτο κάστρο
που λουσμένη προβαίνει
μέσ’ απ’ το φως που σκορπίζ’ η Ιστορία
για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ’ αγαθά – πανανθρώπινο χτήμα –
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!
Ψυχή βαθιά! το πλήρωμα του χρόνου
κοντά σας πια για να χαρείτε
δίκια και λεύτερη Πατρίδα!
Ψυχή βαθιά! Δική σας πάντα η Νίκη!

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Coral


This coral's hape ecohes the hand
It hollowed. Its

Immediate absence is heavy. As pumice,
As your breast in my cupped palm.

Sea-cold, its nipple rasps like sand,
Its pores, like yours, shone with salt sweat.

Bodies in absence displace their weight,
And your smooth body, like none other,

Creates an exact absence like this stoneSet on a table with a whitening rack

Of souvenirs. It dares my hand
To claim what lovers' hands have never known:

The nature of the body of another.

Derek Walcott

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

All You Who Sleep Tonight

All you who sleep tonight
Far from the ones you love,
No hand to left or right
And emptiness above -

Know that you aren't alone
The whole world shares your tears,
Some for two nights or one,
And some for all their years.

Vikram Seth
Baby's Way


If baby only wanted to, he could fly up to heaven this moment.
It is not for nothing that he does not leave us.
He loves to rest his head on mother's bosom, and cannot ever
bear to lose sight of her.

Baby know all manner of wise words, though few on earth can
understand their meaning.
It is not for nothing that he never wants to speak.
The one thing he wants is to learn mother's words from
mother's lips. That is why he looks so innocent.
Baby had a heap of gold and pearls, yet he came like a beggar
on to this earth.
It is not for nothing he came in such a disguise.
This dear little naked mendicant pretends to be utterly
helpless, so that he may beg for mother's wealth of love.
Baby was so free from every tie in the land of the tiny
crescent moon.
It was not for nothing he gave up his freedom.
He knows that there is room for endless joy in mother's little
corner of a heart, and it is sweeter far than liberty to be caught
and pressed in her dear arms.
Baby never knew how to cry. He dwelt in the land of perfect
bliss.
It is not for nothing he has chosen to shed tears.
Though with the smile of his dear face he draws mother's
yearning heart to him, yet his little cries over tiny troubles
weave the double bond of pity and love.

Rabindranath Tagore

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Προς τιμήν του Οδυσσέα Ελύτη που γεννήθηκε σαν σήμερα ένα κείμενό μου για τον ποιητή, με αφορμή τη συζήτηση στη Λέσχη Ανάγνωσης Ποίησης του e-poema της 10ης Φεβρουαρίου 2011, δημοσιευμένο επίσης στο τεύχος 13 του περιοδικού (http://www.poema.gr/leshitext.php?id=16&pid=26):


Ηταν κάποτε ελάχιστος χειμώνας όταν τα μάτια του κλεισμένα σε αστικό κελί 50 τ.μ. αναρτούσαν στον τοίχο αφίσες από τη θάλασσα και το μικρό δωμάτιο άφριζε από φως. Ο λόγος για τον Οδυσσέα ναυαγό Ελύτη, που μέσα από την αρρενωπή ντροπαλότητα, χαζεύει από τα τζάμια τη γύμνια κι ρέει αίμα στις φλέβες του. Το αίμα αυτό κινητοποιούσε κάθε μορφή, όταν εκείνος γεννήθηκε από τους θεούς σε ένα μεγάλο ακρόνησο του Αιγαίου. Και είναι από τότε εκείνος που γεννά μέσα από τα γραπτά του τη φωνή της Δύσης του συμβολισμού στο σώμα της Ανατολής του πάθους και ονομάζει το Αιγαίο λίκνο πολιτισμού και ήπειρο που στο βυθό της φυτρώνουν οι αγριοελιές. Φυγαδεύει κάθε συνομιλία. Ο λόγος δεν είναι για κείνον. Εκείνος δεν μιλά παρά στοιχειοθετεί τη γλώσσα και ζωοποιεί το ανείπωτο. Βάζει στη σειρά τις λέξεις της ξηράς και της θάλασσας και φτιάχνει πλεούμενα τρεχαντήρια, ναούς σε σχήμα ουρανού. Δεν είναι δικός του ο ωκεανός, καθώς δεν έχει ποτέ σκοπό του να νικήσει τα γράμματα. Μιλά με οικονομία και έχει μόνο μία ακρούλα ήλιο δαγκωμένο, πονεμένο και σμιλεμένο από χωράφια ξέφραγα. Ο Ελύτης αγαπάει τον θάνατο, αλλά προβάλλει τη ζωή ως άξιον εστί, λόγο για να μην πεθάνει κανείς πριν από εκείνον. Τείνει να διαφυλάξει την ορμή της ζωής μέσα σε μια γενιά προ- και μετά- πολεμική και μιλά ποιητικά μόνο όταν η έλλειψη του φουσκώνει τα μάγουλα. Και πάλι δεν μιλά, δεν γκρινιάζει, αλλά κυοφορεί το αεράκι στις φουσκοδενδριές του εφήβου. Ετσι, στα χέρια του μεγαλώνει η Ελλάδα και γίνεται παρθένα καντηλανάφτισσα, την κοιτά από την κλειδαρότρυπα όταν γδύνεται, την αφήνει να του τσιμπήσει τα αυτιά, την ακούει και σε κάθε παλμό γεμίζει αισθήσεις. Αγαπά την ομορφιά παντού και ως γερασμένος έφηβος, φτύνει την εποχή του στο πρόσωπο και γίνεται ο Ερχόμενος της Ωξόπετρας. Είναι εκείνος που υιοθετεί και ξεπερνά τον Υπερρεαλισμό κι ανασταίνεται κατά την ανάταση της πραγματικότητας. Δεν φορά στα χείλη λέξεις, μα ούτε μένει άπραγος, αλλά παντρεύει τη Σαπφώ με το Θεόφιλο, το Μακρυγιάννη με τον Εμπειρίκο, το σώμα στην υπέρτατη φύση με τον έρωτα του άντρα που κρατά τη γυναίκα στις κλειστές του παλάμες με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια. Ο Ελύτης γράφει για τον εξωτερικό κόσμο, τον ζωηρό έφηβο και τον πληγωμένο στρατιώτη του αλβανικού μετώπου με μια πολύ προσωπική ματιά. Στέκεται ανάμεσά τους. Στους ώμους του στηρίζεται από τη μια ο ξαπλωμένος από τη δίνη του έρωτα έφηβος και από την άλλη ο ξαπλωμένος και πληγωμένος από τη μάχη στρατιώτης. Ετσι, συνενώνει το ατομικό με το πανανθρώπινο, την βιωμένη ζωή και τον επερχόμενο θάνατο, δημιουργώντας σε έναν ενδιάμεσο και δυνητικό χώρο. Σε αυτόν τον χώρο βάζει στον ήλιο το χρώμα του πολέμου και ορίζει τις αχτίνες του στα μάτια της πεταλούδας. Με την τεχνική του collage να διαπνέει τη δημιουργία σ' ένα πεδίο πέραν των λέξεων, στην ουσία επαναλαμβάνει αυτήν την ιδιαίτερη σχέση του με τη γλώσσα: οι λέξεις είναι υλικοί ήχοι που τοποθετούνται δίπλα δίπλα και φτιάχνουν είτε την παραφωνία του σύμπαντος είτε την αρμονία του ασυνειδήτου. Ως εκ τούτου, το άναρχο collage ανακατεύει τα χρώματα της πλαστελίνης και φτιάχνει έναν χώρο στον οποίο το μάτι ξεκουράζεται και ο δημιουργός ξαποσταίνει. Μιλούμε για έναν χώρο που μοιάζει με το σπίτι, το dwelling του Heidegger. Μιλούμε για έναν χώρο δυνητικό ξανά. Ο Ελύτης είναι μια άναρθρη κραυγή για τη νεότητα που χάθηκε, για τον θάνατο που πάντα υπάρχει πίσω από τις λέξεις, γιατί πώς είναι δυνατόν να μην συγκρίνει κανείς τα τόσο όμορφα τοπία με τον παράδεισο; Εξάλλου, κι οι λέξεις σε αυτήν την ποίηση, αποτελούν ταυτόχρονα ζωοποιά μορφώματα, αλλά και πεθαμένα πατρικά σύμβολα, κοντά τόσο στον έρωτα όσο και στο θάνατο. Ο Ελύτης αγγίζει με την παλάμη του τ' απόκρυφα μίας νύφης που τρυπήθηκε από τη μόνη στα γυαλιά καρφιά της γύμνιας της, ως εάν η ρίζα της ξεριζώθηκε από τ' αγκάθια. Οπως κι αν λέγεται το σκοινί ανάμεσα στην παραισθησιογόνα ενύπνια ζωή και στην πραγματικότητα, ο Ελύτης το περπάτησε με τα χέρια ανοιχτά (στα ανοιχτά χαρτιά του), ως εκπαιδευμένος στη δοκό αθλητής που ξέρει πως η ζωή του ποτίζεται από μια ενδιάμεση ροή, εκείνη που τον κάνει να δακρύζει για το ασημένιο μετάλλιο του Ποιητή, οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό δώρο ασημένιο ποίημα.
Οδυσσέα Ελύτη, από το Μονόγραμμα


Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας


Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί


Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!


Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί

Πριν από την αγάπη και μαζί

Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι

Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!